- ἐπιζῶντος
- ἐπιζάωsurvivepres part act masc/neut gen sgἐπιζάωsurvivepres part act masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιζώ — (AM ἐπιζῶ, ήω) ζω, εξακολουθώ να υπάρχω και μετά τον θάνατο κάποιου ή μετά από κάποιο γεγονός (α. «επέζησαν τού πολέμου» β. «επιζήσαμε» γ. «επέζησε τού συζύγου της» δ. «ἄν ὡς ὀλίγιστον ὁ τοιοῦτος χρόνον ἐπιζώῃ», Πλάτ.) αρχ. διαρκώ, παραμένω («τοῡ … Dictionary of Greek
Λέσινγκ, Ντόρις Μέι — (Doris May Lessing, Κερμανσάχ, Ιράν 1919 –). Βρετανίδα συγγραφέας. Ο πατέρας της, ο οποίος ήταν ανάπηρος, βετεράνος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, υπηρετούσε ως υπάλληλος της Αυτοκρατορικής Τράπεζας της Περσίας και η μητέρα της ήταν νοσοκόμα. Το 1925 … Dictionary of Greek